Μα καλά, ποιον ενοχλεί η ανάπλαση?

Κείμενο που μοιράζεται στο κέντρο της Αθήνας.

ΜΑ ΚΑΛΑ ΠΟΙΟΝ ΕΝΟΧΛΕΙ Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ;

Η πόλη “αλλάζει και εκσυγχρονἰζεται” µας λένε! Έρχεται µια «νέα εποχή» για τα εξάρχεια, την κυψέλη, τον κεραµεικὀ, όλο το κέντρο της Αθήνας. Τάξη, ασφάλεια, καθαριότητα σε πάρκα και πλατείες, ακριβά μαγαζιά και κυριλὲ γκράφιτι στους δρόμους, τι ἆλλο να ζητήσει κανεῖς; Εμείς όμως έχουμε λόγους να µην χαιρόµαστε ακριβώς, γιατί πιστεύουμε πως κάπως έτσι η πόλη γίνεται όλο και πιο αβίωτη.

1) H ανάπλαση σαν μπίζνα
Κατ αρχάς οι αναπλάσεις είναι πάντα και μια καλή ευκαιρία για αυτούς που τις σχεδιάζουν (κράτος, ιδιώτες εργολάβοι, μεσίτες και real estate, επιχειρήσεις) να μοιραστούν μεταξύ τους τα εκατομμύρια που (υποτίθεται πως) απαιτούνται για να ξαναφτιαχτεί η πόλη όπως (υποτίθεται πως) θα έπρεπε να είναι. Κατά συνέπεια έχουμε μίζες σε κρατικούς υπαλλήλους, εικονικές τιμολογήσεις και ξέπλυμα μαύρου χρήματος από μπροστινούς εργολάβους ή από εργολάβους που διατηρούν «μαύρες» δραστηριότητες κλπ. ΓΙ’ αυτό και διάφορα αναπλασμένα έργα, αμέσως μετά την κατασκευήτους, μένουν παρατημένα, δίχως συντήρηση, σαν κουφάρια. Ο προορισμός τους τελείωσε με την περαίωση των χρηματοδοτήσεων.

2) Γινόμαστε τουρίστες στις πλατείες μας.
Πέρα όμως από τους « μεγάλους παίχτες», από την ανάπλαση κερδίζουν και αυτοί που επιδιώκουν τον πλουτισμό κάνοντας μπίζνες πάνω στις ζωές μας, ποντάροντας στην ιδιοκτησία τους -καθώς τη βλέπουν να ανατιμάται πλάι στις περιοχές που αλώνονται από το κεφάλαιο. Κάπως έτσι φτιάχνεται ένα ολόκληρο χρηματιστήριο από νέες «in» περιοχές με ανακαινίσεις σπιτιών που δεν θα μείνουμε ποτέ, είτε γιατί πλέον νοικιάζονται με βραχυχρόνια μίσθωση ή γιατί τα ενοίκια είναι απλησίαστα. Η Αθήνα μεταμορφώνεται γοργά σε μια μονόπολη για εύπορα, cool (και νομιμόφρονα) τυπάκια που αντιλαμβάνονται οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους σαν θέαμα ή εμπόρευμα προς κατανάλωση, ακολουθώντας πιστά τις τάσεις των social media για «αυθεντικές εμπειρίες» και «ψαγμένα μέρη» της πόλης -γινόμαστε αξιοθέατο για χίπστερ και τουρίστες.

3) H ανάπλαση είναι μια ακόμα περίφραξη
Το παράδειγμα του Πεδίου του Αρεως είναι χαρακτηριστικό: Σε πρώτη φάση κάποιες πιάτσες διακίνησης ναρκωτικών -συχνά υπό την πίεση της αστυνομίας- οδηγήθηκαν προς την περιοχή. Στη συνέχεια στοχοποιήθηκαν τα φτωχά και περιθωριοποιημένα άτομα που βρήκαν προσωρινό κατάλυμα εκεί, από επιλογή ή ανάγκη -προκειμένου να υπάρξουν σε μια πόλη που τους έδιωχνε από παντού. Στα μικρά και τα μεγάλα μήντια ξεσάλωσε η ρητορική περί παραβατικότητας και «ανωμαλίας» που απειλούν τους «νορμάλ» και χρήζουν δραστικών παρεμβάσεων. Τελικά το πάρκο μετά την ανάπλαση γέμισε με φράχτες, κάγκελα και σεκιούριτι -οι οποίοι κόβουν βόλτες αναζητώντας «παρεκκλίνουσες συμπεριφορές», ελέγχοντας ταυτόχρονα τις ώρες εισόδου – εξόδου στο πάρκο. Οι βραδινές βόλτες θεωρήθηκαν «άσκοπες μετακινήσεις» (και μάλλον αρκετά ύποπτες ώστε να επιτρέπονται), ενώ τα δέντρα και τα φυτά είναι πλέον κοντοκουρεμένα ώστε όλες οι δραστηριότητες να είναι ορατές και επιτηρούμενες, καταργώντας κάθε αίσθηση προσωπικού χώρου και χρόνου στον δημόσιο χώρο στο όνομα της ασφάλειας. Μαζί με όλα αυτά τα ενοίκια στα γύρω σπίτια ανέβηκαν καθώς πλέον έπαψε να θεωρείται «υποβαθμισμένη» περιοχή (το κερασάκι στην τούρτα που δίνει τον τόνο της νέας αισθητικής είναι το αναπλασμένο και κυριλέ -σαν καφετέρια νεόπλουτων- green park).

4) Τέχνη, πολιτισμός και «ιδρυματοποίηση»
Παράλληλα το Πεδίο του Άρεως, επιχειρείται να μετατραπεί σε παράρτημα της Στέγης του Ωνάση και από χρήστες του πάρκου να γίνουμε με το ζόρι
επισκέπτες εκθέσεων γεμάτες γιγαντοοθόνες και «εγκαταστάσεις» που καταλαμβάνουν τους χώρους πρασίνου/βόλτας πάντα με την «διακριτική»
παρουσία υπαλλήλων που εκτελούν χρέη σεκιούριτι (έξτρα από αυτούς του πάρκου). Η Στέγη του Ωνάση όπως και τα λοιπά «πολιτιστικά ιδρύματα» είναι βέβαια μπίζνες, μαύρο χρήμα και φοροαπαλλαγές, γι’ αυτό τα κορυφαία από αυτά βρίσκονται στα χέρια εφοπλιστών. Οι εφοπλιστές, αναπλάθοντας και εξευγενίζοντας, βγάζουν λεφτά με άμεσους ή έμμεσους τρόπους. Ωστόσο ρητά αυτό που τονίζεται είναι ότι η ανάπλαση και ο εξευγενισμός είναι μια εκ πολιτιστική επιχείρηση, μια επιχείρηση που επεμβαίνει ευθέως στον τρόπο που ζούμε, για να τον κάνει πιο συμβατό με τις νόρμες των εξουσιών.
Με άλλα λόγια έχουν βαλθεί να ιδρυματοποιήσουν τις ζωές μας, επιβάλλοντας την δικιά τους αντίληψη για την τέχνη και τον πολιτισμό, κλέβοντας από τον πολιτισμικό πλούτο των από τα κάτω, φτύνοντας κακομασημένες ευαισθησίες, ξεδιάντροπη αισθητικοποίηση των ζωών μας και μπόλικο (συχνά βαρετό και όλο και πιο ψηφιακό) θέαμα.

5) H ανάπλαση είναι τεχνική διακυβέρνησης
Η ανάπλαση, πλάι στην ψηφιοποίηση της καθημερινότητας έρχεται να συμπληρώσει το πλέγμα των τεχνικών διακυβέρνησης. Οι πόλεις ξαναφτιάχνονται για να γίνουν το περιβάλλον κίνησης του νέου «ορθολογικού» ανθρώπου, εκείνου που οφείλει να λειτουργεί με στόχο τη βελτιστοποίηση της καθημερινότητάς του γύρω από 3 πυλώνες: σπίτι – δουλειά – κατανάλωση. Ως τέτοιες μας θυμίζουν τον ψηφιακό κόσμο, όπου κάθε κίνηση ακολουθείται από τα δίπολα κανόνες/απαγορεύσεις και επιβραβεύσεις/κυρώσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάθε εστία ελευθερίας ονομάζεται από το κράτος «εστία ανομίας», οι καταλήψεις και οι αυτοοργανωμένες εκδηλώσεις/παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο αποτελούν εμπόδιο στους σχεδιασμούς τους -θέλουν να εξαφανιστεί απ’ τον χάρτη κάθε εκατοστό όπου μπορούμε να συναντηθούμε, να μιλήσουμε, να οραματιστούμε και να δράσουμε συλλογικά χωρίς την άδεια τους.
Έτσι οι πλατείες θα πρέπει να μεταμορφωθούν σε εργοτάξια του μετρό με μπάτσους, κάμερες, ακριβές καφετέριες και ούτε ένα μέρος να αράξεις με τους φίλους/ες σου. Τα πάρκα θα πρέπει να μετατραπούν σε καλλωπισμένες ελεγχόμενες ζώνες για ατομική ή «οικογενειακή» χρήση ενώ οι παλιοί χρήστες του δημόσιου χώρου εκτοπίζονται και απαξιώνονται σαν λούμπεν-απολίτιστοι-επικίνδυνοι.
Πουλάνε φόβο, ασφάλεια και θέαμα, θέλοντας να κάνουν τις πόλεις μας ένα αφιλόξενο σπίτι με ψηφιακές πλατφόρμες για διασκέδαση. Θέλουν να μας εκτοπίσουν από τον φυσικό δημόσιο χώρο στον ψηφιακό, εκεί όπου μπορούν να ελέγχουν και να επιτηρούν τις σχέσεις μας ακόμα πιο εύκολα, σε περισσότερο βάθος, με ελάχιστο κόστος και με τρόπο σχεδόν αόρατο.

Ως “απολίτιστοι” και “ανορθολογικές” θα συνεχίσουμε να:
Εμπιστευόμαστε τις συντροφικές μας σχέσεις αντί για τα likes και τις μόδες των social.
Παλεύουμε από κοινού ενάντια στον πολιτισμό της αποστείρωσης, του ελέγχου και των περιφράξεων.
Διεκδικούμε να ζούμε και να κινούμαστε στην πόλη με τους τρόπους που εμείς θέλουμε.